προκωμογραμματεύς

προκωμογραμματεύς
προκωμογραμμᾰτεύς, έως, ,
A deputy κωμογραμματεύς, PTeb.793 ii 21 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκωμογραμματεύς — έως, ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα κωμογραμματέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κωμογραμματεύς «γραμματέας τής κώμης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”